κομμωτικη

κομμωτικη
    κομμωτική
     (sc. τέχνη) искусство наведения красоты Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κομμωτικη" в других словарях:

  • κομμωτικῇ — κομμωτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμωτική — κομμωτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμωτικός — ή, ό (AM κομμωτικός ή, όν) [κομμώ (II)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιποίηση και στον καλλωπισμό τής κόμης νεοελλ. το θηλ. ως ουσ.) η κομμωτική η τέχνη τού κομμωτή μσν. αρχ. (για ύφος) αυτός που έχει καλλιέπεια («οὐ μεῑον ταῑς ἐννοίαις… …   Dictionary of Greek

  • στερεωτικός — ή, ό / στερεωτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και στερρωτικός ΜΑ [στερεῶ, ώνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην στερέωση νεοελλ. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα στερεωτικά ονομασία ουσιών που χρησιμοποιοῡνται: α) στη βαφική, για να… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Βίτο, Ντάνι — (Danny De Vito, Νιου Τζέρσι 1944 –). Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός. Ο χαρακτηριστικός κοντός στο ύψος του Χόλιγουντ, αλλά με έναν από τους πιο υψηλούς δείκτες ευφυίας, ξεκίνησε να ασχοληθεί με την κομμωτική πριν τον κερδίσει η… …   Dictionary of Greek

  • κομμωτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην κόμμωση. 2. το θηλ., κομμωτική ως ουσ., σημαίνει την τέχνη του κομμωτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»